Λοιποοοοοοόν.... πού είχαμε μείνει; α, ναι, στην έναρξη του ταξιδιού.... το οποίο ξεκινά, όπως ίσως φαντάζεστε, με ένα πέρασμα από Ελλάδα, αφού το εμπόρευμα που είχαν να ξεφορτώσουν η Ίλκου και η Σνέζι, επίσημα πλέον συνοδηγός του, είχε αποδέκτες και στη Θεσσαλονίκη. Πρώτος τους σταθμός λοιπόν η πόλη πολλών από εμάς. Με αρκετά μεγάλη καθυστέρηση και ταλαιπωρία στα σύνορα, αφού οι τελωνιακοί με τίποτα δε μπορούσαν να δεχτούν "αυτή την ανόητη ιστορία", όπως τη χαρακτήρισαν, που τους πάσαρε ο Ίλκου, ότι έχει πάρει μαζί τη μικρή ξαδέρφη του απλά για παρέα στο ταξίδι -μάλλον πρώτη φορά έβλεπαν νταλικέρη με συνοδό- τελικά, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, πρώτο σταθμό του ταξιδιού τους, με αρκετές ώρες καθυστέρηση. Έλα όμως που η ώρα παράδοσης είχε παρέλθει κατά πολύ και η αποθήκη όπου θα ξεφόρτωναν δεν τους περίμενε μέχρι τα μεσάνυχτα... Οπότε, η μόνη λύση, που σαφώς ενθουσίασε την ηρωίδα μας, ψόφια για περιπέτειες και διψασμένη για ζωή, ήταν να διανυκτερεύσουν ένα βράδυ στην "πρωτεύουσα των Βαλκανίων", όπως τους άρεσε να την αποκαλούν. Ο Ίλκου, έχοντας ξαναπάθει παρόμοια χουνέρια στα σύνορα, γνώριζε καναδυό φτηνά ξενοδοχεία που θα τους φιλοξενούσαν για μια νύχτα χωρίς να ζητήσουν μεγάλο αντίτιμο. Φτάνοντας στο ένα, δήλωσε στην ξαδερφούλα του ότι ήταν ήδη αρκετά κουρασμένος και ότι θα προτιμούσε να τσιμπήσουν κάτι στα γρήγορα και να πάνε για ξεκούραση. Η Σνέζι όμως, βλέποντας τη μεγάλη πόλη και τα φώτα, θαμπώθηκε και με τίποτα δε μπορούσε να δεχτεί ότι δε θα έβλεπε τίποτε άλλο πέρα από το φτηνό αυτό ξενοδοχείο και το διπλανό σουβλατζίδικο. Σχεδόν γονυπετής παρακάλεσε τον καλό της ξάδερφο και συνοδοιπόρο να πάνε κάπου, έστω μια βόλτα με τα πόδια, και να πιούν στα γρήγορα ένα ποτό. Του θύμισε με τρόπο ότι αυτός της πρότεινε να τον συνοδέψει στο ταξίδι του και ότι της υποσχέθηκε πως θα της δείξει πράγματα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ της και ίσως να μην της δινόταν άλλοτε η ευκαιρία να δει. Ο Ίλκου δε θέλησε να την απογοητεύσει, ακόμα δεν είχαν ξεκινήσει καλά -καλά, και έτσι υποχώρησε. Περιπλανήθηκαν για λίγο στην περιοχή κοντά στο ξενοδοχείο, που δεν ήταν και από τις πιο καλόφημες της πόλης, ειδικά τη νύχτα, και φοβούμενος μη χρειαστεί να αντιμετωπίσει άλλες καταστάσεις, πήρε τη Σνέζι και χώθηκαν σε ένα μπαρ, στο δεύτερο που βρέθηκε στο δρόμο τους. Ο Ίλκου γνώριζε αρκετά ελληνικά για να συννενοηθεί σωστά, αλλά δεν είχε ιδέα από ελληνική γραφή, έτσι ώστε να πάει το μυαλό του στο πονηρό όταν είδε τη φωτεινή πινακίδα με το όνομα του μπαρ, "Γατούλες". Ήξερε βέβαια ότι εκείνη η περιοχή δεν ήταν ακριβώς και η πιο κυριλέ της πόλης, αλλά θεώρησε ότι θα μπορούσε να σταθεί άξιος προστάτης της μικρότερης ξαδέρφης του.... Αυτή όμως ήταν μια λανθασμένη εντύπωση που είχε.
(η συνέχεια στο επόμενο)
(η συνέχεια στο επόμενο)
Ελένη, σε επιασα αδιάβαστη! Εμπειρος φορτηγατζής, ερχόμενος στην πόλη μας απο Δερβένι, νύχτα και να μην σταματήσει στον "Ζυγό" ή στην "Λεμόνα";;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΩ καιροί, ω ήθη...
Θωμάς ο 1ος.
(μπου-χα-χαχα)
Αχ, Θωμά... Πρώτον βιάζεσαι, δεύτερον μια ιστορία με ηρωίδα μια Βουλγάρα φορτηγατζού είναι δυνατόν να έχει μέσα τέτοια στερεότυπα; (χιχιχι!!!)
ΑπάντησηΔιαγραφή