15 Μαρ 2007

Ιστορίες μιας βουλγάρας φορτηγατζούς -μέρος 4

Άργησαν αλλά ξαναχτυπούν... και συνεχίζονται οι ανεκδιήγητες ιστορίες:
Κάθησαν σε ένα τραπεζάκι λοιπόν τα ξαδερφάκια της ιστορίας μας και παρήγγειλαν τα ποτά τους. Ήταν η ώρα που ξεκινούσε το πρόγραμμα... Σύντομα, κατάλαβαν ότι το συγκεκριμένο μπαρ δεν είχε γυναίκες ως θαμώνες, παρά μόνο ως εργαζόμενες. Κοιτάχτηκαν περίεργα καναδυό φορές, ψιθύρισαν καναδυό κουβέντες ο ένας στο αυτί του άλλου αλλά προσπάθησαν να το παίξουν άνετοι. Είχαν πιεί περίπου το μισό τουυς ποτό όταν τους πλησίασε ένας εύσωμος τύπος, όχι ακριβώς ο τύπος του άντρα που θα εμπιστευόσουν τα παιδιά σου- ή τη γυναίκα, ή ακόμα και το σκύλο σου- μαζί του, και έσκυψε να ρωτήσει τον Ίλκου κάτι στο αυτί. Η Σνέζι δεν μπόρεσε να ακούσει τίποτα, ώσπου είδε τον Ίλκου να σηκώνεται αγανακτισμένος και να προλαβαίνει να λέει "ε, όχι δα!", πριν του έρθει ο ουρανός σφοντύλι από το "μπουκέτο" (όχι μπουκέτο λουλούδια, το άλλο) που του ήρθε με εκπληκτική ταχύτητα στα μούτρα. Η συνέχεια θα ήταν πιο ενδιαφέρουσα και θεαματική αν αυτό εδώ ήταν ταινία, αλλά δεν είναι. Η κατάληξη ήταν ο Ίλκου, με τη Σνέζι να τον υποβαστάζει, να ψάχνουν νυχτιάτικα τα εφημερεύοντα, γιατί μάλλον η συμπλοκή είχε αρνητικές επιπτώσεις στο δεξί του χέρι. Ο ταξιτζής που ανέλαβε να τους μεταφέρει κούνησε απλά το κεφάλι, στο άκουσμα των σπασμένων ελληνικών, ψέλλισε μόνο "μμμμ...κατάλαβα....". Τί ακριβώς είχε καταλάβει δε θα μας το πει ποτέ, αλλά το σίγουρο είναι ότι γιαυτόν ξένοι= μπελάδες. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ξένοι είχαν τους μπελάδες, χωρίς να τους προκαλέσουν, αλλά άντε να του πεις τώρα τί έγινε και να το πιστέψει. Άντε να του πεις ότι ο εύσωμος κύριος πριν λίγο στο μπαρ είχε ρωτήσει τον Ίλκου, με τη σειρά που σας τα λέω: από πού είναι, τί σχέση έχει με τη Σνέζι, πόσων ετών είναι αυτή και για πόσα ευρώ ήθελε να την βγάλει στο κλαρί.....

10 Μαρ 2007

Επειδή η μουσική εξημερώνει τα ήθη, τα πλήθη και τα σ...ήθη, να μερικές συναυλίες που αξίζει να βάλουμε στο πρόγραμμά μας -ε, καλά, όχι όλες, όσες θέλει ο καθείς:
Pavlov's Dog, 18/3/07, Principal club theater
Louisiana Red, 30/3/07, Ξυλουργείο
Pain Of Salvation, 31/3/07, Υδρόγειος (βλ. και παρακάτω, προηγούμενα posts)
Therion, 14/4/07, Υδρόγειος
Saxon, 21/4/07, Υδρόγειος
Blind Guardian, 27/4/07, Υδρόγειος
Van Der Graaf Generator, 28/4/07, άγνωστο πού, Μύλος μάλλον (!)
Keep rocking!

8 Μαρ 2007

Ιστορίες μιας βουλγάρας φορτηγατζούς -μέρος 3

Λοιποοοοοοόν.... πού είχαμε μείνει; α, ναι, στην έναρξη του ταξιδιού.... το οποίο ξεκινά, όπως ίσως φαντάζεστε, με ένα πέρασμα από Ελλάδα, αφού το εμπόρευμα που είχαν να ξεφορτώσουν η Ίλκου και η Σνέζι, επίσημα πλέον συνοδηγός του, είχε αποδέκτες και στη Θεσσαλονίκη. Πρώτος τους σταθμός λοιπόν η πόλη πολλών από εμάς. Με αρκετά μεγάλη καθυστέρηση και ταλαιπωρία στα σύνορα, αφού οι τελωνιακοί με τίποτα δε μπορούσαν να δεχτούν "αυτή την ανόητη ιστορία", όπως τη χαρακτήρισαν, που τους πάσαρε ο Ίλκου, ότι έχει πάρει μαζί τη μικρή ξαδέρφη του απλά για παρέα στο ταξίδι -μάλλον πρώτη φορά έβλεπαν νταλικέρη με συνοδό- τελικά, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, πρώτο σταθμό του ταξιδιού τους, με αρκετές ώρες καθυστέρηση. Έλα όμως που η ώρα παράδοσης είχε παρέλθει κατά πολύ και η αποθήκη όπου θα ξεφόρτωναν δεν τους περίμενε μέχρι τα μεσάνυχτα... Οπότε, η μόνη λύση, που σαφώς ενθουσίασε την ηρωίδα μας, ψόφια για περιπέτειες και διψασμένη για ζωή, ήταν να διανυκτερεύσουν ένα βράδυ στην "πρωτεύουσα των Βαλκανίων", όπως τους άρεσε να την αποκαλούν. Ο Ίλκου, έχοντας ξαναπάθει παρόμοια χουνέρια στα σύνορα, γνώριζε καναδυό φτηνά ξενοδοχεία που θα τους φιλοξενούσαν για μια νύχτα χωρίς να ζητήσουν μεγάλο αντίτιμο. Φτάνοντας στο ένα, δήλωσε στην ξαδερφούλα του ότι ήταν ήδη αρκετά κουρασμένος και ότι θα προτιμούσε να τσιμπήσουν κάτι στα γρήγορα και να πάνε για ξεκούραση. Η Σνέζι όμως, βλέποντας τη μεγάλη πόλη και τα φώτα, θαμπώθηκε και με τίποτα δε μπορούσε να δεχτεί ότι δε θα έβλεπε τίποτε άλλο πέρα από το φτηνό αυτό ξενοδοχείο και το διπλανό σουβλατζίδικο. Σχεδόν γονυπετής παρακάλεσε τον καλό της ξάδερφο και συνοδοιπόρο να πάνε κάπου, έστω μια βόλτα με τα πόδια, και να πιούν στα γρήγορα ένα ποτό. Του θύμισε με τρόπο ότι αυτός της πρότεινε να τον συνοδέψει στο ταξίδι του και ότι της υποσχέθηκε πως θα της δείξει πράγματα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ της και ίσως να μην της δινόταν άλλοτε η ευκαιρία να δει. Ο Ίλκου δε θέλησε να την απογοητεύσει, ακόμα δεν είχαν ξεκινήσει καλά -καλά, και έτσι υποχώρησε. Περιπλανήθηκαν για λίγο στην περιοχή κοντά στο ξενοδοχείο, που δεν ήταν και από τις πιο καλόφημες της πόλης, ειδικά τη νύχτα, και φοβούμενος μη χρειαστεί να αντιμετωπίσει άλλες καταστάσεις, πήρε τη Σνέζι και χώθηκαν σε ένα μπαρ, στο δεύτερο που βρέθηκε στο δρόμο τους. Ο Ίλκου γνώριζε αρκετά ελληνικά για να συννενοηθεί σωστά, αλλά δεν είχε ιδέα από ελληνική γραφή, έτσι ώστε να πάει το μυαλό του στο πονηρό όταν είδε τη φωτεινή πινακίδα με το όνομα του μπαρ, "Γατούλες". Ήξερε βέβαια ότι εκείνη η περιοχή δεν ήταν ακριβώς και η πιο κυριλέ της πόλης, αλλά θεώρησε ότι θα μπορούσε να σταθεί άξιος προστάτης της μικρότερης ξαδέρφης του.... Αυτή όμως ήταν μια λανθασμένη εντύπωση που είχε.
(η συνέχεια στο επόμενο)

1 Μαρ 2007

Ιστορίες μιας βουλγάρας φορτηγατζούς -μέρος 2

Λοιπόοοοοον....... Είχαμε αφήσει τη νεαρά φερέλπιδα ηρωίδα μας να ετοιμάζεται για τη μεγάλη της απόδραση.... από τα τετριμμένα. Με ένα σάκο με τα απολύτως απαραίτητά της, καθώς ήταν και μαθημένη στο να είναι ολιγαρκής - αν μπορούσε ας έκανε κι αλλιώς στσι συνθήκες που ζούσε- , η Σνέζι πήγε στο σπίτι του ξαδέρφου της, έχοντας αποχαιρετήσει τη μητέρα, τον πατέρα και τα τρία μικρότερα αδέρφια της. Ήξερε ότι θα της λείψουν, ειδικά η μητέρα της και ο μικρός Ίβο, αλλά ήταν η ευκαιρία της. Η μόνη της , πίστευε, ευκαιρία να πάψει να ασχολείται από τα αξημέρωτα με τα ζώα του πατέρα της, να ζήσει, έστω και λίγες στιγμές, σε πόλεις και χώρες που φάνταζαν να έχουν βγει από το μέλλον, τέτοιες που έβλεπε μόνο στις λιγοστές ταινίες που είχε δει ποτέ της. Να ανοίξει τα φτερά της μακριά από τον αυταρχικό πατέρα και την καλόβολη αλλά υποτακτική μητέρα της, που το μόνο που ονειρευόταν γιαυτήν ήταν ένας καλός γάμος, σύντομα στο μέλλον, με κάποιον ευηπόληπτο συγχωριανό της. Από όλα ήθελε να ξεφύγει η "Χιονάτη" μας, που μάλλον σε "Σταχτοπούτα" φέρνει λίγο, αλλά το όνομά της μας μπερδεύει το παραμύθι.... Δεν ήθελε άλλο πια να είναι η κοπέλα που όλες στο χωριό κοίταζαν απαξιωτικά, επειδή τη φθονούσαν για τα κάλλη της, και όλοι σκεφτόταν τα κρύα βράδια πριν πέσουν για ύπνο ή όταν έπεφταν στο κρεβάτι με τις νόμιμες, καθημερινές, άχρωμες και άοσμες συζύγους τους. Δεν ήθελε βέβαια να πάψει να είναι και το κοριτσάκι της μαμάς, το μόνο της κορίτσι, που το κανάκευε και το έβλεπε σαν την ελπίδα της για κάτι καλύτερο, για μια νέα βελτιωμένη έκδοση της δικής της, απλής και ελαφρά μίζερης ζωής. Και η Σνέζι της είχε αδυναμία της μάνας της... και ας μην το έδειχνε συχνά. Γιατί της είχαν μάθει από πολύ μικρή ότι το να δείχνεις αδυναμία σε κάνει αυτομάτως και αδύναμο... Και οι αδύναμοι δεν επιβίωναν εύκολα σε αυτά τα δύσκολα, γεμάτα ανατροπές χρόνια, με την προσπάθεια για μια ομαλή μετάβαση στη σύγχρονη ζωή να στοιχειώνει κάθε μέρα και νύχτα, κάθε κουβέντα, κάθε ανθρώπινη σχέση...
(η συνέχεια στο επόμενο)